χρηματοποιός

χρηματοποιός
-όν, Α
αυτός με τον οποίο αποκτά κανείς χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρηματοποιός — money making masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματοποιόν — χρηματοποιός money making masc/fem acc sg χρηματοποιός money making neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματοποιούς — χρηματοποιός money making masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”